Αραράτ

Αραράτ
(Ararat). Βουνό (5.165 μ.) της ανατολικής Τουρκίας, που υψώνεται ανάμεσα στις κοιλάδες του Αράξη στα Β και του Ζανγκμάρ στα Ν, κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Αρμενίας. H τουρκική ονομασία του είναι Άγκρι Νταγκ Μπουγιούκ (Αgri Dagi Bϋyϋk), δηλαδή Μεγάλο Α., σε αντιδιαστολή με το Άγκρι Νταγκ Κιουτσούκ (3.900 μ.), δηλαδή Μικρό Α., που υψώνεται σε μικρή απόσταση στα ΝΑ. To Α. είναι ένας τεράστιος ηφαιστειακός κώνος σκεπασμένος στα ψηλότερα σημεία του με χιόνια και πάγους, ο τελευταίος μιας σειράς ηφαιστειακών κρατήρων, που απλώνονται προς κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ κατά μήκος ενός παλαιού ρήγματος του γήινου φλοιού, στο χαμηλότερο τμήμα του οποίου υπάρχει η λίμνη Βαν. Το Α. θεωρείται ιερό βουνό από τους Αρμενίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις 8,4), η Κιβωτός του Νώε σταμάτησε μετά τον κατακλυσμό στο Α. Το χωρίο αυτό δεν αναφέρεται σε ένα καθορισμένο βουνό, αλλά στην περιοχή που είναι γνωστή ως Ουραρτού και αντιστοιχεί στη σημερινή Αρμενία. Το Αραράτ, το ψηλότερο όρος του Κουρδιστάν, είναι σκεπασμένο από αιώνια χιόνια. Στις πλαγιές του οι Κούρδοι βόσκουν τα κοπάδια τους (φωτ. E. Turri). Φωτογραφία του όρους Αραράτ από δορυφόρο της NASA, τον Σεπτέμβριο του 1994, από ύψος 262 χλμ. Διακρίνονται και οι δύο ηφαιστειακοί κώνοι, του Μεγάλου (δεξιά) και του Μικρού (αριστερά) Αραράτ (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ερεβάν — Πόλη (1.247.200 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, γνωστή μέχρι το 1936 με την ονομασία Εριβάν. Βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της πεδιάδας του Αραράτ και διασχίζεται από τον ποταμό Ραζντάν. H πόλη αποκαλείται από τους… …   Dictionary of Greek

  • Mountains of Ararat — This article is about the Scriptural reference. For the specific peak, see Mount Ararat. Depiction of Noah s ark landing on the mountains of Ararat , from the North French Hebrew Miscellany (13th century) The Mountains of Ararat (Biblical Hebrew …   Wikipedia

  • Урарту — У этого термина существуют и другие значения, см. Урарту (значения). Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartu, перс. اورارتو‎)  древнее государство в юго западной Азии, располагавшееся на… …   Википедия

  • Urartu — Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartular, перс. اورارتو) древнее государство в юго западной Азии, расположенное на территории Армянского нагорья (современные Армения, восточная Турция и… …   Википедия

  • Биайни — Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartular, перс. اورارتو) древнее государство в юго западной Азии, расположенное на территории Армянского нагорья (современные Армения, восточная Турция и… …   Википедия

  • Биайнили — Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartular, перс. اورارتو) древнее государство в юго западной Азии, расположенное на территории Армянского нагорья (современные Армения, восточная Турция и… …   Википедия

  • Ванское царство — Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartular, перс. اورارتو) древнее государство в юго западной Азии, расположенное на территории Армянского нагорья (современные Армения, восточная Турция и… …   Википедия

  • Урарты — Урарту (Арарат, Биайнили, Ванское царство, урартск. KURbi a i na, арм. Ուրարտու, тур. Urartular, перс. اورارتو) древнее государство в юго западной Азии, расположенное на территории Армянского нагорья (современные Армения, восточная Турция и… …   Википедия

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”